σύγκορμος

σύγκορμος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που περιλαμβάνει ή αφορά ολόκληρο το σώμα, που εκτείνεται σε όλο το σώμα
2. φρ. «τρέμει σύγκορμος» — τρέμει ολόκληρος, από την κορυφή ώς τα νύχια. Επόρρ. σύγκορμα Ν
σε ολόκληρο το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -κορμος (< κορμός), πρβλ. ολό-κορμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σύγκορμος — η, ο επίρρ. α ολόσωμος, μονοκόμματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ολόκορμος — η, ο σύγκορμος, ολόσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + κορμί (πρβλ. μεγαλό κορμος)] …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • σύσσωμος — η, ο / σύσσωμος, ον, ΝΜΑ ενωμένος σε ένα σώμα («εἶναι τὰ ἔθνη συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα καὶ συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας αὐτοῡ», ΚΔ) νεοελλ. 1. ολόσωμος, σύγκορμος 2. ολόκληρος, με όλα τα μέλη του («σύσσωμη η αντιπολίτευση απείχε από την ψηφοφορία»).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”